ιξόβεργα

ιξόβεργα
και ξόβεργα, η
ράβδος αλειμμένη με ιξώδη ουσία, η οποία χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βέργα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιξόβεργα — ιξόβεργα, η και ξόβεργα, η όργανο για τη σύλληψη πουλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξόβεργα — και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το 1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών 2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • βεργί — το (Μ βεργίν και βεργίον) 1. μικρή, λεπτή βέργα 2. κλαδί δέντρου ή θάμνου νεοελλ. 1. ιξόβεργα, ξόβεργο 2. ξύλινο στεφάνι βαρελιού 3. ο πλάστης, με τον οποίο ανοίγονται τα φύλλα της ζύμης μσν. 1. σκήπτρο 2. βέλος 3. πολεμικό όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …   Dictionary of Greek

  • ιξευτήρ — ἰξευτήρ ῆρος, ὁ (Α) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα …   Dictionary of Greek

  • ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • ιξεύω — (Α ἰξεύω) [ιξός] 1. πιάνω πουλιά με ιξόβεργα 2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω νεοελλ. αλείφω με κόλλα ιξού …   Dictionary of Greek

  • ιξοβολώ — ἰξοβολῶ, έω (Α) [ιξοβόλος] 1. πιάνω μικρά πουλιά με ιξόβεργα 2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω …   Dictionary of Greek

  • ιξοβόλος — ἰξοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλος ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο βόλος, ιο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ιξοεργός — ἰξοεργός, όν (Α) αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο εργός φυτο εργός] …   Dictionary of Greek

  • ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”